- απροσμάχητος
- απρόσμαχος, ος , ον см. ακατανίκητος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσμάχητος — ἀπροσμάχητος, ον (Μ) [προσμάχομαι] ακατανίκητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
απροσμάχητος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πολεμήσει, ο ακατανίκητος, ο ακατάβλητος: Είχε τη σφαλερή αντίληψη πως ορισμένες αρρώστιες θα μείνουν για πάντα απροσμάχητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)